αντιλάλημα

αντιλάλημα
το 1. αντήχηση, αντίλαλος
2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντήχηση — η ο ήχος που προέρχεται από ανάκλαση, ηχώ, αντιλάλημα: Η αντήχηση που έφτανε στ αυτιά τους ήταν αρκετά δυνατή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίλαλος — αντίλαλος, ο και αντιλάλημα, το και αντιλαλιά, η και αντιλαλητό, το ηχώ, αντήχηση: Ο αντίλαλος από τις φωνές έφτασε και στα αυτιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”